- ευκατάποτος
- ος , ον легко глотаемый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ευκατάποτος — εὐκατάποτος, ον (Α) αυτός που καταπίνεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα ποτος (< κατα πίνω), πρβλ. α κατά ποτος, δυσ κατά ποτος] … Dictionary of Greek
εὐκατάποτα — εὐκατάποτος easily swallowed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)