ευκατάποτος

ευκατάποτος
ος , ον легко глотаемый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ευκατάποτος" в других словарях:

  • ευκατάποτος — εὐκατάποτος, ον (Α) αυτός που καταπίνεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα ποτος (< κατα πίνω), πρβλ. α κατά ποτος, δυσ κατά ποτος] …   Dictionary of Greek

  • εὐκατάποτα — εὐκατάποτος easily swallowed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»